Καθώς η παγκόσμια επιθυμία για κοινωνικό και περιβαλλοντικό αντίκτυπο συνεχίζει να αυξάνεται, το τοπίο των κοινωνικών επιχειρήσεων έχει γίνει όλο και πιο δυναμικό και ποικιλόμορφο, ιδίως σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ενώ η έννοια της κοινωνικής επιχειρηματικότητας έχει κερδίσει έδαφος παγκοσμίως, τα νομικά πλαίσια που διέπουν και υποστηρίζουν τις κοινωνικές επιχειρήσεις διαφέρουν σημαντικά από χώρα σε χώρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού νομικού τοπίου για τις κοινωνικές επιχειρήσεις είναι ο βαθμός αναγνώρισης και υποστήριξης που παρέχεται από τις επιμέρους εθνικές κυβερνήσεις. Τις τελευταίες δεκαετίες, αρκετές ευρωπαϊκές χώρες έχουν λάβει προληπτικά μέτρα για τη θέσπιση νομικών ορισμών, νομικών μορφών και κανονιστικών πλαισίων ειδικά προσαρμοσμένων στις κοινωνικές επιχειρήσεις.
Για παράδειγμα, η Ιταλία ήταν ένα από τα πρώτα ευρωπαϊκά έθνη που εισήγαγε μια νομική μορφή για τις κοινωνικές επιχειρήσεις το 2006, γνωστή ως "κοινωνικός συνεταιρισμός". Αυτή η νομική δομή παρείχε στις κοινωνικές επιχειρήσεις μια σαφή νομική ταυτότητα, μαζί με διάφορα φορολογικά οφέλη και οικονομικά κίνητρα για την υποστήριξη των δραστηριοτήτων τους. Ομοίως, το Ηνωμένο Βασίλειο εισήγαγε τη νομική μορφή "Community Interest Company" (CIC) το 2005, η οποία έκτοτε έχει γίνει δημοφιλής επιλογή για τις κοινωνικές επιχειρήσεις στη χώρα.
Άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, έχουν υιοθετήσει μια πιο περιεκτική προσέγγιση, ενσωματώνοντας τις κοινωνικές επιχειρήσεις στα ευρύτερα νομικά τους πλαίσια για την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία. Το 2014, η Γαλλία εισήγαγε το νομικό καθεστώς της "κοινωνικής και αλληλέγγυας επιχείρησης" (Entreprise Sociale et Solidaire), το οποίο περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα οργανώσεων, συμπεριλαμβανομένων των συνεταιρισμών, των αλληλασφαλιστικών εταιρειών και των ενώσεων, εφόσον τηρούν συγκεκριμένα κριτήρια σχετικά με την κοινωνική αποστολή και τη δομή διακυβέρνησής τους.
Το νομικό πλαίσιο γίνεται ακόμη πιο ποικιλόμορφο αν λάβουμε υπόψη τα διάφορα φορολογικά κίνητρα, τις πολιτικές προμηθειών και τα χρηματοδοτικά προγράμματα που έχουν εφαρμόσει οι διάφορες ευρωπαϊκές χώρες για τη στήριξη των κοινωνικών επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, ορισμένα κράτη, όπως το Βέλγιο και οι Κάτω Χώρες, έχουν θεσπίσει φορολογικές απαλλαγές ή μειωμένους φορολογικούς συντελεστές για τις εγγεγραμμένες κοινωνικές επιχειρήσεις, ενώ άλλα, όπως η Πορτογαλία και η Ισπανία, έχουν θέσει ως προτεραιότητα τη συμπερίληψη κοινωνικών επιχειρήσεων στις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων.
Επιπλέον, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του νομικού περιβάλλοντος για τις κοινωνικές επιχειρήσεις σε ολόκληρη την ήπειρο. Το 2011, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε μια πρωτοβουλία για τις κοινωνικές επιχειρήσεις, η οποία αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός ευνοϊκού οικοσυστήματος για τις κοινωνικές επιχειρήσεις, παρέχοντας συστάσεις πολιτικής, μηχανισμούς χρηματοδότησης και διασυνοριακές συνεργασίες.
Η ΕΕ έχει επίσης θεσπίσει διάφορα χρηματοδοτικά προγράμματα, όπως το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, τα οποία έχουν διαθέσει σημαντικούς πόρους για τη στήριξη της ανάπτυξης και της μεγέθυνσης των κοινωνικών επιχειρήσεων. Αυτές οι πρωτοβουλίες σε επίπεδο ΕΕ έχουν συμβάλει στην προώθηση ενός πιο εναρμονισμένου και υποστηρικτικού νομικού τοπίου για τις κοινωνικές επιχειρήσεις, ακόμη και αν οι συγκεκριμένες εθνικές προσεγγίσεις διαφέρουν.
Παρά τις εξελίξεις αυτές, το νομικό πλαίσιο για τις κοινωνικές επιχειρήσεις στην Ευρώπη παραμένει κατακερματισμένο και ασυνεπές. Πολλές χώρες εξακολουθούν να μην διαθέτουν σαφή νομικό ορισμό ή ειδική νομική μορφή για τις κοινωνικές επιχειρήσεις, αφήνοντας τις οργανώσεις αυτές να περιηγηθούν στις ασάφειες των υφιστάμενων νομικών δομών, όπως οι μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, οι συνεταιρισμοί ή οι παραδοσιακές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις.
Αυτή η έλλειψη νομικής σαφήνειας μπορεί να δημιουργήσει σημαντικές προκλήσεις για τις κοινωνικές επιχειρήσεις, ιδίως όταν πρόκειται για την πρόσβαση σε χρηματοδότηση, την πλοήγηση στη φορολογία και τη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας των δραστηριοτήτων τους. Χωρίς ένα σαφές και υποστηρικτικό νομικό πλαίσιο, οι κοινωνικές επιχειρήσεις ενδέχεται να αντιμετωπίσουν δυσκολίες στη διάκριση από άλλους τύπους οργανισμών, στην εξασφάλιση επενδύσεων και στη συμμετοχή στις διαδικασίες σύναψης δημόσιων συμβάσεων.
Επιπλέον, η ποικιλομορφία των νομικών προσεγγίσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη μπορεί να δημιουργήσει εμπόδια για τις κοινωνικές επιχειρήσεις που επιδιώκουν να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους ή να συνεργαστούν πέρα από τα εθνικά σύνορα. Η πλοήγηση στα διαφοροποιημένα ρυθμιστικά περιβάλλοντα σε διάφορες χώρες μπορεί να είναι μια πολύπλοκη και απαιτητική σε πόρους προσπάθεια, που ενδεχομένως να εμποδίζει την ανάπτυξη και την επεκτασιμότητα των κοινωνικών επιχειρήσεων με πανευρωπαϊκό όραμα.
Παρά τις προκλήσεις αυτές, η αυξανόμενη αναγνώριση της σημασίας των κοινωνικών επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προκλήσεων έχει οδηγήσει σε αυξημένες προσπάθειες για την εναρμόνιση του νομικού τοπίου σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις κοινωνικές επιχειρήσεις, καθώς και το πιο πρόσφατο σχέδιο δράσης για την κοινωνική οικονομία, ενθάρρυναν τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν πιο συνεκτικές και υποστηρικτικές πολιτικές για τις κοινωνικές επιχειρήσεις.
Επιπλέον, διάφοροι οργανισμοί σε επίπεδο ΕΕ, όπως η διεπιστημονική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την κοινωνική οικονομία και τις κοινωνικές επιχειρήσεις, έχουν ταχθεί υπέρ της ανάπτυξης ενός κοινού νομικού πλαισίου ή μιας σειράς προτύπων για τις κοινωνικές επιχειρήσεις. Οι πρωτοβουλίες αυτές αποσκοπούν στην παροχή ενός πιο συνεκτικού και ευνοϊκού περιβάλλοντος για την ευημερία των κοινωνικών επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από την τοποθεσία τους εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συμπερασματικά, το νομικό πλαίσιο για τις κοινωνικές επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη είναι ένα πολύπλοκο και εξελισσόμενο τοπίο, με ποικίλες εθνικές προσεγγίσεις και διαφορετικούς βαθμούς αναγνώρισης και υποστήριξης. Ενώ ορισμένες χώρες έχουν λάβει προληπτικά μέτρα για τη θέσπιση ειδικών νομικών μορφών και κινήτρων για τις κοινωνικές επιχειρήσεις, άλλες εξακολουθούν να παλεύουν με την ενσωμάτωση αυτών των καινοτόμων οργανισμών στα υφιστάμενα νομικά τους πλαίσια.
Καθώς το οικοσύστημα των κοινωνικών επιχειρήσεων συνεχίζει να αναπτύσσεται και να ωριμάζει, η ανάγκη για ένα πιο εναρμονισμένο και υποστηρικτικό νομικό περιβάλλον γίνεται όλο και πιο επιτακτική. Με την προώθηση ενός συνεκτικού και ευνοϊκού νομικού τοπίου, τα ευρωπαϊκά έθνη και η ΕΕ στο σύνολό της μπορούν να δώσουν στις κοινωνικές επιχειρήσεις τη δυνατότητα να κλιμακώσουν τον αντίκτυπό τους, να συνεργαστούν διασυνοριακά και να συμβάλουν στην επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης σε ολόκληρη την ήπειρο.

